Ο Άγιος Πρόδρομος, βρίσκεται στην κεντρική Χαλκιδική. Απέχει από την πρωτεύουσα, τον Πολύγυρο, μόλις 14 km. και από την Θεσσαλονίκη 50 km. Μετά την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας, υπάγεται στον Δήμο Πολυγύρου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, το χωριό κατοικείται από 452 κατοίκους, οι οποίοι ως επί το πλείστον ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία, την εστίαση και τουρισμό, ή εργάζονται στα μεταλλεία Γερακινής (και παλαιότερα στου Βάβδου).

Η γραφική τοποθεσία στην οποία είναι χτισμένος ο Άγιος Πρόδρομος, με τον Ρεσετνικιώτη ποταμό - ή Τρανό λάκκο, ο οποίος αποτελεί μία από τις πηγές του Ολύνθιου - να διαρρέει το χωριό, τα παραδοσιακά σπίτια και την αναπαλαιωμένη εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (χτισμένη το 1851), το καθιστούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Στις παραδοσιακές ταβέρνες - 9 στον αριθμό - ο επισκέπτης μπορεί να γευτεί το πασίγνωστο σουβλάκι Αγίου Προδρόμου, παραδοσιακό ψωμί και γλυκά, μέλι, καφέ κτλ.

Σημαντικές εορτές αποτελούν η Κοίμηση της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, το πανηγύρι στο εξωκλήσι του Αγίου Προδρόμου στις 28-29 Αυγούστου, το οποίο μάλιστα από τα παλαιά χρόνια συγκέντρωνε πλήθος πιστών, το πανηγύρι του Αγίου Χριστοφόρου, του Αη-Γιώργη, του Αη-Λια, της Αγ. Άννας.

Στην μακραίωνη ιστορία του, στο χωριό έχουν διασωθεί και πολλά έθιμα, όπως “Οι Φουταροί”, που ψάλουν τα τοπικά κάλαντα την παραμονή των Θεοφανείων, “Οι φουτχιές” που ανάβουν στις πλατείες του χωριού την παραμονή της Γεννήσεως του Αγίου Προδρόμου στις 23 Ιουνίου, το παραδοσιακό μασκάρεμα των παιδιών τις Απόκριες, η λιτανεία της ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής και άλλα πιο ξεχασμένα, όπως “Οι Λαζαρίνες”, “Το έθιμο της σ’χωρήσεως”.

17/12/11

Ταξίδι στο Άγιον Όρος (1858)

Συγγραφέας: M. Edouard Charton
Περιηγητής: M. A. Proust (1858)
Τιτλος βιβλίου: Le tours du monde, Nouveau journal de voyages (Παρίσι 1860)
Γλώσσα: Γαλλικά
Μετάφραση: Γιάννης Δ. Σαράφης

Πρόλογος

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το γαλλικό ταξιδιωτικό περιοδικό "Le tours du monde". Ο συγγραφέας περιγράφει το ταξίδι του από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το Άγιον Όρος. Από το κείμενο αυτό, παραλείπεται ένα κομμάτι που αφορά τα τζαμιά της Θεσσαλονίκης, όπως και η εκτενής περιγραφή των Ι. Μονών του Αγίου Όρους, τις οποίες πάρα πολλοί περιηγητές έχουν τόσο γλαφυρά περιγράψει. Ουσιαστικά παρατίθεται εκείνο το κομμάτι που αφορά το εσωτερικό της Χαλκιδικής. Καλή ανάγνωση!

-------------------------------------------------------------------------------------

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

ΤΟΥ M. A. PROUST.
1858 - ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ


Θεσσαλονίκη. - Εβραίοι, Έλληνες και Βούλγαροι. -
Τα τζαμιά. - Ο Αλβανός Ραμπότας.

Στο τέλος της χερσονήσου της Χαλκιδικής, μεταξύ του [κόλπου του] Ορφανού και του ακρωτηρίου του Felice[;], υψώνεται πάνω από την θάλασσα ένα βουνό, γνωστό στους αρχαίους με το όνομα Άθως, το οποίο [σήμερα] ονομάζεται Ἁγιονορος ή Monte-Santo, λόγω του ότι ο πληθυσμός του αποτελείται αποκλειστικά από μοναχούς. Οι μοναχοί, στα χρόνια των βυζαντινών αυτοκρατόρων, βοήθησαν  στην διάδοση των γραμμάτων και των τεχνών, τα οποία προετοίμασαν την Αναγέννηση, και εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να διαθέτουν πλούσιες βιβλιοθήκες και ένα σχολείο ζωγραφικής.

Είχα σχεδιάσει, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Ελλάδα, να επισκεφθώ τα μοναστήρια τους, και, στις 9 Μαΐου 1858, αφού μου είχαν παρασχεθεί πατριαρχικές επιστολές στην Κων/πολη, χωρίς τις οποίες υπήρχε ο κίνδυνος να μη με δεχθούν οι μοναχοί, έφυγα από το Πέραν μαζί με τον φίλο μου Schranz και έναν διερμηνέα ονόματι Βούλγαρης. Ο Schranz θα με βοηθούσε να αναπαράγουμε τα έργα ζωγραφικής φωτογραφίζοντάς τα· ο Βούλγαρης ήταν επιφορτισμένος με τη γλώσσα και την μαγειρική. Το σχέδιό μας ήταν να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, κι από κει να προσεγγίσουμε τον Άθωνα δια ξηράς.

Στις 10 του μηνός μπήκαμε στον Θερμαϊκό κόλπο, και την επομένη φτάσαμε στο σημείο του Καραμπουρνού.

Πίσω από αυτό το σημείο, στο τέλος ενός μεγάλου ήσυχου - όπως μία λίμνη - κόλπου, η Θεσσαλονίκη, η οποία περιβάλλεται από μία αλυσίδα αμυντικών τειχών, αμφιθεατρικά χτισμένη στις άγονες πλαγιές του Χορτιάτη. Αυτή η πόλη, έχοντας χάσει κάτι από το μεγαλείο της, έχει έναν παράξενο αέρα παρωχημένης ματαιοδοξίας· τα παλαιά σπίτια της, γεμάτα ρωγμές και ξανασοβατισμένα, φαίνεται να κοιτάζουν αυτάρεσκα την αντανάκλαση της εικόνας τους στη θάλασσα· κι έχει ξεπέσει πολύ, γιατί εκτός από κάποιους παλιούς αυλικούς που έρχονται σε τακτική βάση προς αναζήτηση μεταξιού από τις Σέρρες και καπνού από τα Γιαννιτσά, ο κόλπος είναι άδειος. Πουθενά αλλού δεν επαληθεύεται καλύτερα η ελληνική παροιμία που λέει: Όπου πατήσει το πόδι του ο Οθωμανός, το έδαφος γίνεται άγονο”. Διακρίνει κανείς ότι δεν υπάρχει πρόοδος, βλέποντας τις λίμνες των στάσιμων υδάτων και τον αέρα που αναδύει την μυρωδιά του σάπιου. Επίσης, κατά τη διάρκεια του καύσωνα του καλοκαιριού, πολλοί από τους κατοίκους, εγκαταλείπουν την ζέστη και αποσύρονται στα δυτικά [ανατολικά;] της πόλης, σε ένα προάστειο που ονομάζεται Καλαμαριά (καλή+μεριά). Από αυτή την μεριά, πράγματι, οι όμορφες συστάδες από πλατάνια, ομαδοποιούνται ανάλογα με την κλίση του εδάφους, επιτρέποντας στο Βαρδάρη να φέρει μια ζωοποιό ανάσα, και τα λεπτά κυπαρίσσια που υψώνονται κρύβοντας τα νεκροταφεία, μαρτυρούν σαφέστατα ότι σε αυτό το σημείο δεσπόζει ο θάνατος.

Η πόλη χωρίζεται στα δύο από ένα δρόμο που εκτείνεται από ανατολικά προς τα δυτικά, παράλληλα με τη θάλασσα. Αυτή η οδός είναι μεγάλη, ίσια, καλυμμένη από τις τέντες των καταστημάτων, και τερματίζει σε κάθε άκρο της με μια θριαμβευτική αψίδα. Αυτή είναι το ζωηρό κομμάτι, η πιο ζωντανή περιοχή της πόλης· πέρα από εδώ επικρατεί απόλυτη σιωπή, οι δρόμοι είναι έρημοι, στενοί και απόκρημνοι, χαραγμένοι μέσα στο βράχο. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την προτίμηση για την κάτω πόλη, παρά μόνο λόγω της δυσκολίας προσέγγισης των υψηλότερων περιοχών· λόγω της φυσικής κλίσης της πόλης, οι ακαθαρσίες που προκαλούνται, αποτελούν πραγματική διαρροή, καθιστώντας αυτό το μεγάλο παζάρι και τον δρόμο που είναι κοντά σε ότι πιο βρώμικο υπάρχει, πόσο μάλλον τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από αυτό. Αυτός ο πληθυσμός, σε ένα μεγάλο βαθμό, αποτελείται από Εβραίους. «Ο μεγάλος αριθμός των Εβραίων, δήλωσε αφελώς ο Χατζη-Κάλφας, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της πόλης, αλλά το κέρδος που αποκομίζουν από τις επιχειρήσεις τους, οφείλεται στα στραβά μάτια που κάνουν οι αληθινοί πιστοί [μουσουλμάνοι]».

Ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βουλγάρους, συνοδευόμενοι από ένα μαύρο κοστούμι όπως αυτά του πένθους, αναγνωρίζουμε τους Εβραίους από την κόμη τους, η οποία είναι καλυμμένη από ένα σαρίκι, γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο ένα βαμβακερό μαντήλι, από το στολισμένο με γούνα σακάκι τους και από την ιδιαίτερα έντονη μύτη, που έχουν διατηρήσει σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Οι γυναίκες τους φορούν μία στολή που θυμίζει αυτήν των γυναικών της Διοίκησης: ένα διάδημα από χαρτόνι, επικαλυμμένο με μέταλλο, το οποίο σφίγγει μέχρι κάτω από το σαγόνι με ένα ελαφρύ πέπλο, καλύπτοντας εντελώς τα μαλλιά τους, αναδεικνύοντας τα μάγουλα και τονίζοντας την ωχρότητα του προσώπου τους. Ένα μάλλινο φόρεμα, πλαισιωμένο από δαντέλα, στερεώνεται κάτω από το στήθος με μία χρυσοκέντητη ζώνη, σκιαγραφώντας τις καμπύλες και αποκαλύπτοντας τα πόδια τους, τα οποία είναι υπενδεδυμένα με παντόφλες ή δεμένες μπότες.

Υπόκεινται στην περιφρόνηση όλων, ανδρών και γυναικών, οι οποίοι δίνουν την εντύπωση ότι ανησυχούν για τυχόν διώξεις εις βάρους τους.

Ήμασταν πολύ τυχεροί που φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη την ημέρα που οι βοσκοί κατεβαίνουν από το βουνό για την μίσθωση για συγκεκριμένο χρόνο [προφανώς κισλάδων] για την παραγωγή τους: το παζάρι ήταν γεμάτο. Επωφεληθήκαμε από το συνωστισμό του πλήθους για να ξεφορτωθούμε δύο Αγγλικανούς υπουργούς - με τους οποίους από το σκάφος ακόμη, είχαμε έντονες θρησκευτικές συζητήσεις, πολύ λεπτές κατά την κρίση μας – και αρχίσαμε να ψάχνουμε για τζαμιά…

[Παραλείπεται περιγραφή των τζαμιών της πόλης, των αψίδων και του αρχαίου ιπποδρόμου.

...Από την άφιξή μας στη Θεσσαλονίκη, ακούγαμε για τα κατορθώματα ενός αλβανού ληστή, του επονομαζόμενου Ραμπότα, που λυμαίνονταν τη Χαλκιδική. Τα κατορθώματα της δράσης του, που εξιστορούνταν στα καφενεία, δεν ήταν και τόσο καθησυχαστικά· ωστόσο υπήρχε ομοφωνία στο ότι αυτός ήταν ένας τίμιος άνθρωπος. Αυτός ο χαρακτηρισμός ως ενός έντιμου ανθρώπου, σε συνδυασμό με εκείνον του ληστή, ηχεί στα αυτιά μας πολύ παράξενα. Στην Τουρκία, αυτός ο συνδυασμός των επιθέτων θεωρείται φυσικός και ισχύει στην πραγματικότητα. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο ραγιάς για τους Οθωμανούς, είναι ότι για τους Σπαρτιάτες οι είλωτες. Ωστόσο ο ραγιάς, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει το βάρος των φόρων, ή την απαγωγή της κόρης ή της γυναίκας του, ή κάποια άλλη παρόμοια ζημιά, αποσύρεται στα βουνά για να αποφύγει την καταπίεση. Ως εδώ, αυτός ο άνθρωπος είναι απολύτως έντιμος· αλλά κάποιες φορές, εξ ανάγκης, δεν είναι δυνατόν να ζει σέναν άγονο βράχο όλο τον καιρό· τότε λεηλατεί καραβάνια, ζητάει λύτρα από τα χωριά, και θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητά του και πολλών άλλων, κατατάσσοντάς τον φυσικά στην κατηγορία των ληστών. Αυτοί είναι οι κλέφτες που οδήγησαν την Ελλάδα στην επανάσταση την πρώτη φορά, και κατά πάσα πιθανότητα θα βοηθήσουν και σε μία δεύτερη. Εντωμεταξύ, είναι φρόνιμο να φυλάγεσαι όταν ταξιδεύεις· ο πασάς μας παραχώρησε από την προσωπική του φρουρά, για να μας συνοδεύουν, δύο ζαπτιέδες,  ή μπασιμπουζούκους, και η Υψηλή Πύλη δύο οπλισμένους άντρες για να προστατεύουν τα άλογά τους. Η αναχώρησή μας ορίστηκε για τις 14 Μαΐου. Ένας έμπορος από την Χίο, που πήγαινε στο Άγιον Όρος για δουλειές, ζήτησε την άδεια να ταξιδέψει μαζί μας. Πήρε την άδεια, αλλά εξαιτίας της έλλειψης αλόγου, υποχρεωθήκαμε να αρνηθούμε το ίδιο και σε έναν μοναχό, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Σινά και ήθελε να επιστρέψει στη Θηβαΐδα του. Είναι λυπηρό, γιατί ο π. Γεδεών ήταν η προσωποποίηση του μοναχού για τον οποίο έχει γραφεί: ο ανάξιος, και ανωφελής ιερομόναχος, ο ανυπόδητος και ρακενδύτης και αλόγων αλογώτερος, και δεν είχε μελετήσει σίγουρα τα λόγια του αγίου Αμβροσίου: «Η ευκρίνεια του προσώπου σας, τα χέρια σας και τα ρούχα σας είναι ένα σημάδι της καθαρότητας της καρδιάς σας και της αθωότητας της ζωής σας

Η προετοιμασία της αναχώρησης. — Βασιλικά. — Γαλάτιστα. — Νετζέ-σαλάρ. — Ο Άθως – Άγιος Νικόλαος. — Ο π. Γεδεών

Ο Jean Belon, du Mans, στο βιβλίο του Des singularités, αναφέρει ότι «οι Τούρκοι είναι οι καλύτεροι στο φόρτωμα και στο ξεφόρτωμα των αποσκευών από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο». Οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης έχουν θέσει σε κίνδυνο αυτή τους τη φήμη· κι αυτό γιατί με τη «βιασύνη» που επέδειξαν κατά την φόρτωση των αποσκευών στα άλογα, χάσαμε δύο ολόκληρες ώρες, και η ζέστη ήταν κατάφωρη μέχρι να αρχίσουμε να κινούμαστε.

Οι δύο επικεφαλής ζαπτιέδες έδωσαν το σύνθημα. Η ενδυμασία των μπασιμπουζούκων ποικίλει ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Οι εν λόγω φορούν το μπορντό αλβανικό πανωφόρι με τα τονισμένα με μαύρο κεντήματα: και μια αρμαθιά όλων των ειδών των όπλων φορτωμένη στις ζώνες τους. Τα όπλα αποτελούν πολυτέλεια των Αλβανών, και η ματαιοδοξία τους σε αυτό το θέμα δεν περιορίζεται από τα οικονομικά μέσα τους, αλλά το όριο αυτό καθορίζεται σε διαφορετικό βαθμό από τον καθένα, ανάλογα με την ικανότητά του στη λεηλασία. Πολλές ευχές, καλή ώρα, καλή ημέρα, augourler ola (οι οιωνοί είναι καλοί), κι ήμασταν αντιμέτωποι με τους περίεργους, που ο θόρυβος της συνοδείας των προσκυνητών τους είχε φέρει στα όριά τους.

Μετά από τρεις ώρες επίπονου βαδίσματος πάνω στην άμμο, κάτω από έναν φλεγόμενο ήλιο, φτάσαμε στο Καραβάν-Σαράι των Βασιλικών. Τα Βασιλικά είναι ένα μικρό χωριό των δέκα ή δώδεκα σπιτιών το πολύ, που βρίσκονται επάνω στα ερείπια που έκανε το 1821 ο Αχμέτ μπέης. Μερικές ελληνικές οικογένειες ζουν εκεί. Το έδαφος είναι πλούσιο, εύφορο, κατάφυτο από αμπέλια και συκιές, καθώς το νερό έρχεται σε αφθονία από το βουνό.

Μέσα σε αυτή την πράσινη όαση, μια ομάδα γυναικών κάθεται δίπλα σε έναν αραμπά. Αναζητούσαμε την μαντική τους πρόβλεψη κάτω από το διαφανές πέπλο τους, αλλά, στη θέα των Αλβανών απομακρύνθηκαν, δείχνοντας σεβασμό στους υπαλλήλους της τουρκικής Αρχής.
Αλβανίδες μπροστά από έναν αραμπά, στα Βασιλικά. - Σχέδιο του Villevieille σύμφωνα με τον κ. A. Proust.

Καθώς ξεμακραίνουμε από τη θάλασσα, τα σπίτια σπανίζουν, η μυρτιά φυτρώνει ελεύθερα σε αυτό το εύφορο έδαφος που περιφρονεί το άροτρο, και μόνο στη Γαλάτιστα ξανασυναντήσαμε τη γεωργία και ο συνοδός μας αναφώνησε: η Γαλάτιστα βρίσκεται δίπλα από το βουνό Δύσωρον, στο κάτω μέρος ενός γιγάντιου ξέφωτου. Τα σπίτια της, διάσπαρτα στο βράχο, συμπληρώνονται από έναν μεγάλο πύργο ο οποίος προβάλει τη σκιά του στην κοιλάδα  δυναμικά, δίνοντας την εντύπωση μιας μικρής πόλης...

...Την επόμενη μέρα, όταν φύγαμε, η ομίχλη εξακολουθούσε να τυλίγει το βουνό, αλλά ο ήλιος σκόπευε να γίνει σύντομα ισχυρός όπως και πριν, και σταματήσαμε στο μέρος το ονομαζόμενο Νετζεσαλάρ για να πάρουμε ένα φλιτζάνι ελαφρύ καφέ, απαυτούς που ξέρουν να φτιάχνουν πολύ καλά στην Ανατολή, ακόμη και στην πιο φτωχή καλύβα. Σερβιριστήκαμε από μία, μάλλον άσχημη, μεγάλη κοπέλα, αλλά μέσα στην πιο όμορφη καφετιέρα του κόσμου, ένα πραγματικό θαύμα της αγγειοπλαστικής, που θύμιζε τον αρχαίο ελληνικό ωοειδή τύπο.

Από το Νετζεσαλάρ το μονοπάτι εξακολουθεί να είναι ανηφορικό, και διαπιστώσαμε ότι στην αντίθετη από τη βλάστηση κατεύθυνση - η οποία αραιώνει και συρρικνώνεται σταδιακά, καθώς προσεγγίζει τις ψηλές κορυφές οι άντρες έχουν μεγαλύτερους ώμους, δείχνουν πιο περήφανοι και έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, η τυραννία αδρανεί και συχνά μειώνεται λίγο στους ορεινούς πρόποδες. Αλλά καθώς δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαίρεση, δεν είχαμε διανύσει ένα χιλιόμετρο, και το πρώτο μέρος των παρατηρήσεών μας αποδείχθηκε απόλες τις απόψεις ανακριβές, εισερχόμενοι κάτω από μια συστάδα δέντρων, όπως είχαμε έως τώρα δει σε οποιαδήποτε κοιλάδα. Δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει κανείς αυτούς του τερατώδεις κολοσσούς να περιπλέκονται μεταξύ τους σαν φίδια από το κεφάλι της Μέδουσας. Ορισμένα έχουν συσταθεί δεξιά, μαζί σαν ένα ενιαίο σύνολο, δραπετεύοντας από τους αριστερούς γείτονές του· τα υπόλοιπα, λιγότερο τυχερά, κατευθύνονται από τα πιο ισχυρά, έχοντας περιοριστεί συνεστραμμένα σε μικρά κλαδιά, με τεράστια φουσκωμένα άκρα, και το εκρηκτικό σφρίγος άνοιξε διάπλατα στις πλευρές τους μεγάλους κρατήρες ή γυμνούς άμορφους όγκους. Μέσα σε αυτή την ταραγμένη βλάστηση, όπως και σε ένα θερμοκήπιο, το ροδόδεντρο ανθίζει μωβ, τα μούρα και οι αμαρυλλίδες κόκκινες.

Στο τέλος αυτής της ξύλινης θύελλας, μας περιμένει ένα από αυτά τα θεάματα που παραμένουν για πάντα ακλόνητα. Ο Άθωνας, σαν Σφίγγα γονατίζει μέσα στη θάλασσα και ο ορίζοντας απλώνεται σε όλο το μήκος του, μέχρι τον οποίο πολλές κοιλάδες διαδέχονται τα αυλάκια οργωμένων πεδιάδων· στα δεξιά, ανακαλύπτουμε όλη τη χερσόνησο της Παλλήνης και στα αριστερά, ο Ορφανός μετά από έναν στρογγυλό κόλπο: ακόμη πιο μακρυά, τα πάντα ήταν λουσμένα από ένα διαφανές στρώμα φωτός. Στη συνέχεια, πιο μακριά από εκεί, διακρίναμε σε κάθε βήμα ίχνη από την πυρκαγιά του 1821. Οι Τούρκοι εφαρμόζοντας τα καταστροφικά λόγια του Μαχμούτ: «Δια πυρός και σιδήρου, σκλαβιά» κατέστρεψαν τα πάντα στον Πολύγερο (αρχαία Όλύνθο).

Το βράδυ, στις 9 η ώρα, διασχίσαμε το ποτάμι του Ντουτλίτσαϊ (του μαύρου βατόμουρου), όπου ένας παπάς που περνούσε δίπλα από εμάς, μας προέτρεψε να πάμε νοτιοανατολικά, όπου θα βρίσκαμε την παραλία του Γοματίου, και ότι από εκεί θα βρίσκαμε το χωριό του Αγίου Νικολάου, όπου θα μπορούσαμε να περάσουμε τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα φτάσαμε στο εν λόγω χωριό, αλλά εκεί προέκυψε ένα αναπάντεχο πρόβλημα· τα σπίτια ήταν γεμάτα από μεταξοσκώληκες. Απομακρυνθήκαμε αρκετά από αυτά τα δύο σωμάτια των ενοχλητικών πελατών, αλλά ξεχάσαμε να εκδιώξουμε τους ψύλλους, τους κοριούς, τις ψείρες και τα κουνούπια, τα οποία φρόντισαν να μας μείνουν αξέχαστα, προσκαλώντας μας σε μια σπάνια γι’ αυτούς γιορτή! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, όπως έλεγε ο φίλος μου C… για την απόσταση μεταξύ των δύο λέξεων: Ταξίδι.... διαπίστευση; αλλά κάθε φράση έχει και το τίμημά της, και εφόσον δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε μέσα στους μεταξοσκώληκες, είχαμε ελεύθερο χρόνο να θαυμάσουμε με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, τα κουκούλια που ήταν αποθηκευμένα στα ράφια σαν μικρές φολίδες χρυσού.

Μία μικρή βάρκα, η οποία φόρτωνε ξύλα εκεί κοντά, στη Βορβορού, προσφέρθηκε να μας μεταφέρει στον κόλπο του Αγίου Όρους. Περιμέναμε στη σκιά ενός πλατάνου, μέχρι οι άνεμοι να γίνουν ευνοϊκοί, όταν είδαμε τον π. Γεδεών να έρχεται λαχανιασμένος ασθμαίνοντας, στάζοντας και με πρησμένα τα πόδια. Είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη με τα πόδια, κατά μήκος της ακτής. Βασικά, ο π. Γεδεών ήταν δείγμα ενός πολύ καλού ανθρώπου, παρά τη βρωμιά και τη ρυπαρότητά του, γεγονός πως μάλλον αυτό αποτελούσε αρετή. Ο Άγιος Βασίλειος δεν είχε πει ο ίδιος: «Είθε η ταπεινοφροσύνη του μοναχού να φαίνεται σε όλο το παρουσιαστικό του, να έχει την κεφαλή ατημέλητη, τα ιμάτια βρώμικα και παραμελημένα». Μας έδωσε πολλές πληροφορίες για τη Θηβαΐδα του, μας είπε καταρχήν ότι έζησε πολλά χρόνια, συμφώνως με τη διαπίστωση του Αιλιανού, ότι οι κάτοικοι του Αγίου Όρους καλούνται Μακρόβιοι, ότι ζούσε εκεί στη μέση του βουνού, σε ένα χωριό που κατοικείται από μοναχούς, τις Καρυές, του Καρά[;], και ότι εκτός από τα είκοσι μοναστήρια που παρατάσσονται στο βουνό, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από σκήτες, ερημητήρια και κελιά, και σε όλα αυτά περίπου 950 εκκλησίες και παρεκκλήσια· προσέθεσε ότι οι μοναχοί, που ονομάζονται καλόγεροι (καλοί γέροι), δεν ξεπερνούν τις τρεις με έξι χιλιάδες στα πρώτα [μοναστήρια], αλλά υπήρχαν και αδελφοί ερημίτες και κοσμικοί, και τέλος, ότι το ταξίδι είναι υπέροχο, ότι παρέχεται πολύ καλή φιλοξενία από το συμβούλιο των Καρυών, υπό τον όρο όμως να μην έχει κανείς μαζί του ούτε γυναίκα, ούτε σκύλο, ούτε γάτα, ούτε κανένα θηλυκό ζώο, κι ότι αυτό είναι απαράβατος κανόνας.

Η ιστορία του πατέρα Γεδεών διακόπηκε από επικλήσεις προς την Παναγία, η οποία, όπως ανέφερε, είχε ονομάσει το Άγιο Όρος «γη της επιλογής της» [περιβόλι της Παναγίας].

[Παραλείπεται εκτενής περιγραφή των Μονών του Αγ. Όρους]